- μεσόχλοος
- μεσό-χλοος, ον,A greenish,
ἄρουρα Nic.Th.753
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄρουρα Nic.Th.753
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσόχλοος — μεσόχλοος, ον (Α) χλοερός κατά το ήμισυ, μεσόχλωρος, πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χλοος (< χλόη), πρβλ. ξανθό χλοος, σμαραγδό χλοος] … Dictionary of Greek
μεσοχλόου — μεσόχλοος greenish masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek